ἀφοδεύσῃ

ἀφοδεύσῃ
ἀφοδεύσηι , ἀφόδευσις
voiding of excrement
fem dat sg (epic)
ἀφοδεύω
go to stool
aor subj mid 2nd sg
ἀφοδεύω
go to stool
aor subj act 3rd sg
ἀφοδεύω
go to stool
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱φοδεύσῃ , ἀφοδεύω
go to stool
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱φοδεύσῃ , ἀφοδεύω
go to stool
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφόδευση — η (Μ ἀφόδευσις) η πράξη της απομάκρυνσης άχρηστων στερεών ή ημιστερεών προϊόντων από τον πεπτικό σωλήνα …   Dictionary of Greek

  • αιμορροΐδες — Κιρσοειδείς διευρύνσεις των αιμορροϊδικών φλεβών. Είναι συχνή πάθηση στα ενήλικα άτομα. Παλαιότερα διαιρούσαν τις α. σε εσωτερικές (που προέρχονται από το εσωτερικό αιμορροϊδικό πλέγμα και είναι σκεπασμένες με βλεννογόνο) και σε εξωτερικές (που… …   Dictionary of Greek

  • ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… …   Dictionary of Greek

  • αποπάτηση — η (ἀποπάτησις) αποβολή περιττωμάτων, αφόδευση …   Dictionary of Greek

  • κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα …   Dictionary of Greek

  • καθοίκι — και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν) αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια νεοελλ. (για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο μσν. στον πληθ. τά καθοίκια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν <… …   Dictionary of Greek

  • κωλοπηλάλα — η [πηλάλα] 1. υπερβολική βιασύνη για αφόδευση 2. μτφ. μεγάλη ανησυχία για επείγουσα εργασία («κωλοπηλάλα τούς έπιασε να τελειώσουμε») …   Dictionary of Greek

  • κωλοσφιξούρα — η υπερβολική βιασύνη ή μεγάλη ανάγκη για αφόδευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλόσφιξη + ούρα (πρβλ. θολ ούρα, φαγ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”